- συγκυνηγέτης
- συγκυνηγέτηςmasc nom sgσυγκυνηγετέωhunt togetherimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκυνηγέτης — ὁ, ΜΑ, και θηλ. συγκυνη γέτις, ιδος, Α συγκυνηγός* μσν. μτφ. συνεργάτης, συνεργός, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυνηγέτης «κυνηγός»] … Dictionary of Greek
συγκυνηγέται — συγκυνηγέτης masc nom/voc pl συγκυνηγέτᾱͅ , συγκυνηγέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυνηγετῶν — συγκυνηγέτης masc gen pl συγκυνηγετέω hunt together pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυνηγέταις — συγκυνηγέτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυνηγέτην — συγκυνηγέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυνηγετώ — έω, Α [συγκυνηγέτης] κυνηγώ μαζί με άλλον … Dictionary of Greek